- ηγεμονεύω
- (AM ἡγεμονεύω, Α δωρ. τ. ἁγεμονεύω)1. είμαι ηγεμόνας, κυβερνήτης, έχω ηγεμονική εξουσία, βασιλεύω, κυβερνώ («ἡγεμονεύειν ἐν πόλει», Πλατ.)2. μτφ. έχω τα σκήπτρα, κατέχω την πρώτη θέση, κυριαρχώ, δεσπόζω, πρυτανεύω3. παθ. ηγεμονεύομαικυβερνώμαι από κάποιοναρχ.1. είμαι οδηγός, οδηγώ, προπορεύομαι («προτὶ Ἴλιον ἡγεμονεύειν», Ομ. Ιλ.)2. διοικώ στρατό στον πόλεμο, είμαι στρατηγός στον πόλεμο («Τρωσί μὲν ἡγεμόνευε... Ἔκτωρ», Ομ. Ιλ.)3. έχω την αρχηγία4. διευθύνω συζήτηση ή σύσκεψη («ἡγεμονεύειν τῆς σκέψεως», Πλάτ.)5. φρ. α) «ὁδόν ἡγεμονεύω» — προπορεύομαιβ) «ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύω» — διευθύνω τη ροή τού νερού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών, κατά το βασιλεύω κ.ά.].
Dictionary of Greek. 2013.